- προσφυγοπατέρας
- ο ирон. «отец родной», заступник беженцев, эмигрантов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσφυγοπατέρας — ο, Ν αυτός που επαγγέλλεται τον δήθεν προστάτη τών προσφύγων … Dictionary of Greek